λεύγα

λεύγα
η
(λ. λατ.), μονάδα μήκους ίση με περίπου 5.000 μέτρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λεύγα — Μονάδα απόστασης: 1 λ. = 4.452 μ.· 1 ναυτική λ. = 555,55 μ. (20 ναυτικές λ. = 1 μοίρα). * * * και λεύγη η (Μ λέγα) μονάδα μήκους, που διαφέρει κατά τόπους («αγγλική λεύγα» 3. ναυτικά μίλια, δηλ. 5.556,6 μέτρα). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεύγα < λατ. leuga …   Dictionary of Greek

  • λέγα — λέγα, ἡ (Μ) βλ. λεύγα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”